ἀλειπτήρ

ἀλειπτήρ
ἀλειπ-τήρ, ῆρος, ,
A = ἀλείπτης, Man.4.178.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλειπτῆρας — ἀλειπτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειπτήρας — ο (Α ἀλειπτήρ) [ἀλείφω] νεοελλ. όργανο που χρησιμοποιείται για την επάλειψη τών μηχανών με λίπος ή λάδι αρχ. ο αλείπτης* …   Dictionary of Greek

  • αλειπτήριον — ἀλειπτήριον, το (Α) μέρος τού αρχαίου γυμναστηρίου ή τού βαλανείου τών Ρωμαίων, όπου γινόταν η επάλειψη τών αθλητών με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλειπτήρ ή απευθείας από το ρ. ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”