- ἀλειπτήρ
- ἀλειπ-τήρ, ῆρος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλειπτῆρας — ἀλειπτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειπτήρας — ο (Α ἀλειπτήρ) [ἀλείφω] νεοελλ. όργανο που χρησιμοποιείται για την επάλειψη τών μηχανών με λίπος ή λάδι αρχ. ο αλείπτης* … Dictionary of Greek
αλειπτήριον — ἀλειπτήριον, το (Α) μέρος τού αρχαίου γυμναστηρίου ή τού βαλανείου τών Ρωμαίων, όπου γινόταν η επάλειψη τών αθλητών με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλειπτήρ ή απευθείας από το ρ. ἀλείφω] … Dictionary of Greek